γεροντότερος

γεροντότερος
ο старейшина

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "γεροντότερος" в других словарях:

  • δεδές — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αναγνώστης. Καταγόταν από την Ερμιονίδα. Διετέλεσε πρόκριτος και συμμετείχε στις εθνοσυνελεύσεις. 2. Γεώργιος. Καταγόταν από τον Πόρο. Με δικό του πλοίο πήρε μέρος σε πολλές ναυμαχίες. 3. Δημήτριος. Καταγόταν από… …   Dictionary of Greek

  • δημογέρων — και δημογέροντας, ο (AM δημογέρων, Α και δαμογέρων) ο γεροντότερος στον δήμο, αυτός που απολαύει τον μεγαλύτερο σεβασμό μετά τον ηγεμόνα, ο πρόκριτος νεοελλ. εκλεγμένος άρχοντας τής ελληνικής κοινότητας, με διοικητική και αστυνομική εξουσία αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • πρέσβυς — εως, ο, ΝΜΑ, πρέσβης Ν, τ. γεν. εος και κρητ. δωρ. τ. πρέσγυς και κρητ. τ. πρεῑγυς, Α 1. πρεσβευτής 2. (στην αρχαιότητα) έκτακτος απεσταλμένος μιας ελληνικής πόλης προς άλλη, ο οποίος, ως αντιπρόσωπος τών αρχόντων τής πατρίδας του και τών… …   Dictionary of Greek

  • πρεσβύτερος — η και έρα, ο / πρεσβύτερος, έρα, ον, ΝΑ, και βοιωτ. τ. αρσ. πρισγούτερος και θηλ. πρεσβυτερίς, ίδος, Α [πρέσβυς] 1. γεροντότερος, μεγαλύτερος στην ηλικία από κάποιον άλλο 2. το αρσ. ως ουσ. ο πρεσβύτερος εκκλ. ο δεύτερος βαθμός ιερωσύνης που… …   Dictionary of Greek

  • πρότερος — έρα, ο / πρότερος, έρα, ον, ΝΜΑ, και θηλ. πρότερη Ν 1. (για χρόνο) προηγούμενος, προγενέστερος (α. «η προτέρα του δράση» β. «ὧδε καὶ οἱ πρότεροι πόλιας καὶ τείχε ἐπόρθουν», Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) πρότερον προηγουμένως, πρωτύτερα νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • πρεσβύτερος — η, ο ο μεγαλύτερος, ο γεροντότερος: Ο πρεσβύτερος της οικογένειας. ο 1. ο γέροντας: Συμβουλευτείτε και τους πρεσβύτερους που έχουν κάποια πείρα. 2. ιερέας έγγαμος (η γυναίκα του πρεσβυτέρα) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»